ορυκτοδεψία

ορυκτοδεψία
η
κατεργασία δερμάτων με ύλες που προέρχονται από ορυκτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορυκτό + -δεψία (< -δέψης < δέφω «τρίβω, μαλακώνω»), πρβλ. βυρσο-δεψία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”